ιδρυτικός

ιδρυτικός
-ή, -ό
αυτός που παίρνει μέρος στην ίδρυση ή έχει σχέση με την ίδρυση: Ιδρυτικά μέλη ενός συλλόγου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιδρυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ίδρυση ή στον ιδρυτή («ιδρυτικό στέλεχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρυτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”